τέμαχος — slice of fish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμάχη — τέμαχος slice of fish neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τέμαχος slice of fish neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμαχίων — τέμαχος slice of fish neut gen pl (doric) τεμάχιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμαχῶν — τέμαχος slice of fish neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμάχεα — τέμαχος slice of fish neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμάχους — τέμαχος slice of fish neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek
παρέκκλιση — Εκτροπή ενός πλοίου ή ενός αεροπλάνου από την πορεία, η οποία οφείλεται, αντίστοιχα, σε ρεύματα του νερού ή της ατμόφαιρας. Η γωνία της π. είναι αυτή που σχηματίζεται από τη διεύθυνση της ταχύτητας του κινητού, ως προς το νερό ή τον αέρα όπου… … Dictionary of Greek
προχώρα — Στη γεωλογία, είναι τα θεμελιώδη ηπειρωτικά τεμάχη, εκείνα που κατά τη διάρκεια των πτυχώσεων δεν υπόκεινται σε πτύχωση, αλλά ενεργούν ως ένα σύστημα αντιστάσεων κατά των δυνάμεων συμπίεσης από τη μάζα που θέτουν σε κίνηση οι ορογενετικές… … Dictionary of Greek
πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… … Dictionary of Greek